Намелить на греческом языке
Перевод: намелить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κιμωλία, συσσωρεύονται, είχαν συσσωρευτεί, που είχαν συσσωρευτεί, στοιβάζονται, συσσωρευτεί
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: намелить
молоть или мелить, намелить словарь иностранных слов греческий, намелить на греческом языке
Переводы
- намекать на греческом языке - υπονοώ, υποδηλώνω, νύξη, υπαινιγμός, υπόδειξη, υπαινιγμό, ίχνος
- намекнуть на греческом языке - υπονοώ, νύξη, υπαινιγμός, υποδηλώνω, ρίχνετε μια, πέσει ένα, αποβάλετε έναν, ...
- намереваться на греческом языке - σημαίνω, παραδόπιστος, σχέδιο, σχεδιάζω, σκοπεύω, προτείνω, εννοώ, ...
- намерение на греческом языке - σκοπός, διευθετώ, συμβουλεύω, ιδέα, αποφασίζω, αποβλέπω, άποψη, ...
Случайные слова
Намелить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κιμωλία, συσσωρεύονται, είχαν συσσωρευτεί, που είχαν συσσωρευτεί, στοιβάζονται, συσσωρευτεί
Переводы: κιμωλία, συσσωρεύονται, είχαν συσσωρευτεί, που είχαν συσσωρευτεί, στοιβάζονται, συσσωρευτεί