Намерить на греческом языке
Перевод: намерить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
μετρώ, μέτρο, προτίθενται να, προτίθεται να, σκοπεύουν να, σκοπεύουμε να, σκοπεύω να
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: намерить
намерить руны пива, намерить словарь иностранных слов греческий, намерить на греческом языке
Переводы
- намеренность на греческом языке - αποβλεπτικότητα, προθεσιακότητας, προθετικότητας, αποβλεπτικότητας, την αποβλεπτικότητα
- намеренный на греческом языке - σκόπιμος, εσκεμμένος, εκ προθέσεως, προθέσεως, σκόπιμη, εσκεμμένη, εκούσια
- намертво на греческом языке - σφικτά, σφιχτά, καλά, στενά, ερμητικά
- намести на греческом языке - σκουπίζω, καμπύλη, σαρώνω, namesti, μετρό Namesti, του μετρό Namesti, namesti του
Случайные слова
Намерить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: μετρώ, μέτρο, προτίθενται να, προτίθεται να, σκοπεύουν να, σκοπεύουμε να, σκοπεύω να
Переводы: μετρώ, μέτρο, προτίθενται να, προτίθεται να, σκοπεύουν να, σκοπεύουμε να, σκοπεύω να