Наносить на греческом языке
Перевод: наносить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
φυτεύω, εκφωνώ, πληρώνω, μεταφέρω, φυτό, προξενώ, κουβαλώ, φέρνω, πληρωμή, μοιράζω, πινελιά, σκοπός, συνωμοτώ, πλοκή, παραδίδω, αγορά, συμφωνία, συμφωνίας, διαπραγμάτευση, πολλά, αντιμετώπιση
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: наносить
наносить себе порезы, наносить макияж во сне, наносить перевод на английский, наносить маску на сухие волосы, наносить синоним, наносить словарь иностранных слов греческий, наносить на греческом языке
Переводы
- наново на греческом языке - ξανά, πάλι, εκ νέου, νέου
- нанос на греческом языке - ίζημα, επαναθέτω, όχθη, προσχώνω, ανάχωμα, τράπεζα, εφαρμοσμένη, ...
- наносной на греческом языке - αλλοδαπός, επιφανειακός, επιπόλαιος, προσχωματικός, εξωγήινος, προσχωσιγενή, αλλουβιακές, ...
- наносный на греческом языке - προσχωματικός, προσχωσιγενή, αλλουβιακές, προσχωσιγενείς, προσχωσιγενών
Случайные слова
Наносить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: φυτεύω, εκφωνώ, πληρώνω, μεταφέρω, φυτό, προξενώ, κουβαλώ, φέρνω, πληρωμή, μοιράζω, πινελιά, σκοπός, συνωμοτώ, πλοκή, παραδίδω, αγορά, συμφωνία, συμφωνίας, διαπραγμάτευση, πολλά, αντιμετώπιση
Переводы: φυτεύω, εκφωνώ, πληρώνω, μεταφέρω, φυτό, προξενώ, κουβαλώ, φέρνω, πληρωμή, μοιράζω, πινελιά, σκοπός, συνωμοτώ, πλοκή, παραδίδω, αγορά, συμφωνία, συμφωνίας, διαπραγμάτευση, πολλά, αντιμετώπιση