Наполнять на греческом языке
Перевод: наполнять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
λαγκάδι, φυλάω, κοκκινίζω, κατακλύζω, πλημμυρίζω, ταριχεύω, πληροφορώ, φαράγγι, πλήθος, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: наполнять
наполнять ванну водой во сне, наполнять сайт контентом, наполнять синоним, наполнять спряжение, наполнять сайт, наполнять словарь иностранных слов греческий, наполнять на греческом языке
Переводы
- наполнить на греческом языке - πλήθος, γεμίζω, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
- наполниться на греческом языке - γεμίζω, Γεμιστές, γεμάτους, Συμπληρώνεται η, γεμάτο, γεμισμένο
- наполняться на греческом языке - γεμίζω, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
- напомадить на греческом языке - μυραλοιφή, πομάδα, καλλυντικού τραβηγμένο, ρουζ για τα χείλη, στη συνέχεια το καλλυντικό
Случайные слова
Наполнять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: λαγκάδι, φυλάω, κοκκινίζω, κατακλύζω, πλημμυρίζω, ταριχεύω, πληροφορώ, φαράγγι, πλήθος, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Переводы: λαγκάδι, φυλάω, κοκκινίζω, κατακλύζω, πλημμυρίζω, ταριχεύω, πληροφορώ, φαράγγι, πλήθος, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει