Напряжение на греческом языке
Перевод: напряжение, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εντατικοποίηση, τόνος, άγχος, ενδεχόμενος, διηθώ, προσπάθεια, στρες, τεντώνω, στραμπουλίζω, τονίζω, τρέχω, πιθανότητα, εκδικάζω, βιασύνη, δοκιμάζω, ορμή, δυναμικό, τάση, τάσης, τάσεως, της τάσης
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: напряжение
напряжение шага, напряжение электрического поля, напряжение сил, напряжение тока, напряжение это, напряжение словарь иностранных слов греческий, напряжение на греческом языке
Переводы
- напрягать на греческом языке - διηθώ, ασκώ, τεντώνω, στραμπουλίζω, τεντωμένος, ζόρι, σκληραίνω, ...
- напрягаться на греческом языке - ζόρι, στραμπουλίζω, σκληραίνω, ασκώ, τεντώνω, διηθώ, τεντωμένος, ...
- напряженно на греческом языке - tensely, ιδιαίτερη ένταση, με αγωνία
- напряженность на греческом языке - συστολή, εξαναγκασμός, ένταση, τάση, έντασης, τάσης, την ένταση
Случайные слова
Напряжение на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εντατικοποίηση, τόνος, άγχος, ενδεχόμενος, διηθώ, προσπάθεια, στρες, τεντώνω, στραμπουλίζω, τονίζω, τρέχω, πιθανότητα, εκδικάζω, βιασύνη, δοκιμάζω, ορμή, δυναμικό, τάση, τάσης, τάσεως, της τάσης
Переводы: εντατικοποίηση, τόνος, άγχος, ενδεχόμενος, διηθώ, προσπάθεια, στρες, τεντώνω, στραμπουλίζω, τονίζω, τρέχω, πιθανότητα, εκδικάζω, βιασύνη, δοκιμάζω, ορμή, δυναμικό, τάση, τάσης, τάσεως, της τάσης