Нарастание на греческом языке
Перевод: нарастание, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
όγκος, αποκορύφωμα, συρροή, εντατικοποίηση, αύξηση, συσσώρευση, αυξάνω, ανάπτυξη, επαύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: нарастание
нарастание звука в музыке, нарастание титра антител, нарастание звука в fl studio, нарастание стилистика, нарастание синоним, нарастание словарь иностранных слов греческий, нарастание на греческом языке
Переводы
- наравне на греческом языке - εξίσου, στο ίδιο επίπεδο, επί ίσοις όροις, σε ισότιμη βάση, στο ίδιο, σε ισότιμη
- нарадоваться на греческом языке - χαίρομαι, πανηγυρίζω, χαίρονται, χαίρεται, χαιρόμαστε, χαρούν
- нарастать на греческом языке - συσσωρεύω, προκύπτω, αυξάνομαι, φουσκώνω, εξογκώνω, προστίθεμαι, πρήζω, ...
- нарастающий на греческом языке - πρήξιμο, οίδημα, διόγκωση, διόγκωσης, διογκώσεως
Случайные слова
Нарастание на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: όγκος, αποκορύφωμα, συρροή, εντατικοποίηση, αύξηση, συσσώρευση, αυξάνω, ανάπτυξη, επαύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Переводы: όγκος, αποκορύφωμα, συρροή, εντατικοποίηση, αύξηση, συσσώρευση, αυξάνω, ανάπτυξη, επαύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει