Нарицательный на греческом языке
Перевод: нарицательный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κοινός, ολικός, συνολικός, ποδιά, σύνολο, ονομαστικός, στρατηγός, συνηθισμένος, παγκόσμιος, γενικός, ονομαστικής, ονομαστική, ονομαστικό, ονομαστικές
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: нарицательный
нарицательный синоним, нарицательный смысл, нарицательный персонаж, нарицательный по украински, нарицательный образ, нарицательный словарь иностранных слов греческий, нарицательный на греческом языке
Переводы
- нарисованный на греческом языке - απεικονίζεται, απεικονισμένο, απεικονίζονται, που απεικονίζεται, εικονίζεται
- нарисовать на греческом языке - έλκω, βάφω, επισύρω, διατυπώνω, σκιαγράφηση, τραβώ, ζωγραφίζω, ...
- наркоз на греческом языке - ναρκωτικό, αναισθησία, αναισθησίας, την αναισθησία, χορήγησης αναισθητικών, αναισθησία με
- нарколепсия на греческом языке - ναρκοληψία, ναρκοληψίας, τη ναρκοληψία, της ναρκοληψίας, η ναρκοληψία
Случайные слова
Нарицательный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κοινός, ολικός, συνολικός, ποδιά, σύνολο, ονομαστικός, στρατηγός, συνηθισμένος, παγκόσμιος, γενικός, ονομαστικής, ονομαστική, ονομαστικό, ονομαστικές
Переводы: κοινός, ολικός, συνολικός, ποδιά, σύνολο, ονομαστικός, στρατηγός, συνηθισμένος, παγκόσμιος, γενικός, ονομαστικής, ονομαστική, ονομαστικό, ονομαστικές