Нарядный на греческом языке
Перевод: нарядный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κομψός, κλαδεύω, πρόστιμο, ακριβής, φαιδρός, εύθυμος, ψαλιδίζω, εκλεπτυσμένος, ξετσίπωτος, φίνος, αίθριος, χαρούμενος, ψιλή, αναιδής, ομοφυλόφιλος, κουρεύω, έξυπνος, έξυπνη, έξυπνο, έξυπνες, έξυπνων
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: нарядный
нарядный брючный костюм, нарядный викисловарь, нарядный качественное прилагательное, нарядный женский костюм, нарядный дом, нарядный словарь иностранных слов греческий, нарядный на греческом языке
Переводы
- нарядить на греческом языке - φόρεμα, αποκολλώ, μεταμφίεση, ντύνω, ντύνομαι, διανθίσετε, φόρεμα μέχρι, ...
- нарядность на греческом языке - κομψότητα, εξυπνάδα, την εξυπνάδα, smartness, ευφυία, στην εξυπνάδα
- наряду на греческом языке - κοντά, πλάι πλάι, ένα δίπλα στο άλλο, δίπλα δίπλα
- наряжать на греческом языке - μεταμφίεση, αναθέτω, ντύνω, διορίζω, στέλνω, ντύνομαι, φόρεμα, ...
Случайные слова
Нарядный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κομψός, κλαδεύω, πρόστιμο, ακριβής, φαιδρός, εύθυμος, ψαλιδίζω, εκλεπτυσμένος, ξετσίπωτος, φίνος, αίθριος, χαρούμενος, ψιλή, αναιδής, ομοφυλόφιλος, κουρεύω, έξυπνος, έξυπνη, έξυπνο, έξυπνες, έξυπνων
Переводы: κομψός, κλαδεύω, πρόστιμο, ακριβής, φαιδρός, εύθυμος, ψαλιδίζω, εκλεπτυσμένος, ξετσίπωτος, φίνος, αίθριος, χαρούμενος, ψιλή, αναιδής, ομοφυλόφιλος, κουρεύω, έξυπνος, έξυπνη, έξυπνο, έξυπνες, έξυπνων