Насилие на греческом языке
Перевод: насилие, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εξαναγκασμός, συστολή, βία, παράβαση, οργή, εξαναγκάζω, προπηλακίζω, δύναμη, προσβολή, βίας, της βίας, τη βία, η βία
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: насилие
насилие в семье, насилие в кино, насилие порождает насилие, насилие сонник, насилие детей, насилие словарь иностранных слов греческий, насилие на греческом языке
Переводы
- насиженный на греческом языке - εκκολαφθεί, εκκολάφθηκαν, εκκολάπτονται, εκκολαφθέντων, που εκκολάφθηκαν
- насиживать на греческом языке - εκκολάπτομαι, επωάζω, άνοιγμα, μελαγχολώ, μπουκαπόρτα, τσούρμο, καταπακτή, ...
- насиловать на греческом языке - προσβολή, κράμβη, στραμπουλίζω, οργή, διηθώ, παραβαίνω, ζόρι, ...
- насилу на греческом языке - μόνο, μόλις, σχεδόν, δύσκολα, μετά βίας, ελάχιστα
Случайные слова
Насилие на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εξαναγκασμός, συστολή, βία, παράβαση, οργή, εξαναγκάζω, προπηλακίζω, δύναμη, προσβολή, βίας, της βίας, τη βία, η βία
Переводы: εξαναγκασμός, συστολή, βία, παράβαση, οργή, εξαναγκάζω, προπηλακίζω, δύναμη, προσβολή, βίας, της βίας, τη βία, η βία