Находить на греческом языке
Перевод: находить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
σκάβω, ανακαλύπτω, κέντρισμα, ίχνος, ανεύρεση, βλέπω, σκέφτομαι, νύξη, νομίζω, εύρημα, καλύπτω, σαρκασμός, ανιχνεύω, σκέπτομαι, υπόλειμμα, παζαρεύω, βρίσκω, βρείτε, βρει, βρίσκουν, βρουν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: находить
находить деньги во сне, находить проценты, находить предметы игры, находить общий язык значение, находить во сне золотые украшения, находить словарь иностранных слов греческий, находить на греческом языке
Переводы
- нахмурить на греческом языке - σκυθρωπιάζω, συνοφρυώνομαι, συνοφρύωμα, frowning, συνοφρύωση, συνοφρυώνεται, συνοφρυωμένος
- нахмуриться на греческом языке - συνοφρυώνομαι, κατσουφιάζω, σκυθρωπιάζω, συνοφρύουμαι, συνοφρύωμα, συνοφρυώματος, συνοφρύωση
- находиться на греческом языке - σειρά, κάθομαι, διαμένω, στρίβω, βρίσκομαι, ψεύδομαι, εξέδρα, ...
- находка на греческом языке - βρίσκω, βραβείο, εύρημα, ανακάλυψη, ανεύρεση, έπαθλο, βρείτε, ...
Случайные слова
Находить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: σκάβω, ανακαλύπτω, κέντρισμα, ίχνος, ανεύρεση, βλέπω, σκέφτομαι, νύξη, νομίζω, εύρημα, καλύπτω, σαρκασμός, ανιχνεύω, σκέπτομαι, υπόλειμμα, παζαρεύω, βρίσκω, βρείτε, βρει, βρίσκουν, βρουν
Переводы: σκάβω, ανακαλύπτω, κέντρισμα, ίχνος, ανεύρεση, βλέπω, σκέφτομαι, νύξη, νομίζω, εύρημα, καλύπτω, σαρκασμός, ανιχνεύω, σκέπτομαι, υπόλειμμα, παζαρεύω, βρίσκω, βρείτε, βρει, βρίσκουν, βρουν