Находчивость на греческом языке
Перевод: находчивость, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
πονηρός, ευφυΐα, επιστήμη, ικανότητα, φιλοτεχνία, επιτηδειότητα, σβελτάδα, ευστροφία, επιδεξιότητα, πανουργία, σκάφος, τέχνη, δραστηριότητα, δεξιοτεχνία, επινοητικότητα, εφευρετικότητα, ευρηματικότητα, η επινοητικότητα, την επινοητικότητα, επινοητικότητά
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: находчивость
настойчивость перевод, находчивость это, находчивость. искусство отражать удар, находчивость википедия, находчивость в споре, находчивость словарь иностранных слов греческий, находчивость на греческом языке
Переводы
- находиться на греческом языке - σειρά, κάθομαι, διαμένω, στρίβω, βρίσκομαι, ψεύδομαι, εξέδρα, ...
- находка на греческом языке - βρίσκω, βραβείο, εύρημα, ανακάλυψη, ανεύρεση, έπαθλο, βρείτε, ...
- находчивый на греческом языке - έτοιμος, τετραπέρατος, σβέλτος, εφευρετικός, μουσίτσα, γρήγορος, επινοητικός, ...
- нахождение на греческом языке - όρθιος, εύρημα, μένω, όν, κράτος, τοποθεσία, κύρος, ...
Случайные слова
Находчивость на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: πονηρός, ευφυΐα, επιστήμη, ικανότητα, φιλοτεχνία, επιτηδειότητα, σβελτάδα, ευστροφία, επιδεξιότητα, πανουργία, σκάφος, τέχνη, δραστηριότητα, δεξιοτεχνία, επινοητικότητα, εφευρετικότητα, ευρηματικότητα, η επινοητικότητα, την επινοητικότητα, επινοητικότητά
Переводы: πονηρός, ευφυΐα, επιστήμη, ικανότητα, φιλοτεχνία, επιτηδειότητα, σβελτάδα, ευστροφία, επιδεξιότητα, πανουργία, σκάφος, τέχνη, δραστηριότητα, δεξιοτεχνία, επινοητικότητα, εφευρετικότητα, ευρηματικότητα, η επινοητικότητα, την επινοητικότητα, επινοητικότητά