Начальствование на греческом языке
Перевод: начальствование, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εντολή, προστάζω, διατάζω, προσταγή, εκτύπων, ανάγλυφη επιγραφή, την ανάγλυφη επιγραφή, εκτύπων και, εξουσιάζετε τους
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: начальствование
начальствование словарь иностранных слов греческий, начальствование на греческом языке
Переводы
- начальный на греческом языке - αρχικά, πρωταρχικός, πρώτος, αρχικός, αρχική, αρχικό, αρχικής, ...
- начальственный на греческом языке - επιβλητικός, έγκυρος, καταθλιπτικός, αγέρωχη, δεσποτικός, δεσποτικό, αυταρχική
- начальствовать на греческом языке - προστάζω, διατάζω, προσταγή, αντεπεξέρχομαι, διευθύνω, καταφέρνω, εντολή, ...
- начальствующий на греческом языке - κύριος, ηγετικός, διοικών, επιβλητική, διοικητής, διοικητή, διοικούσε
Случайные слова
Начальствование на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εντολή, προστάζω, διατάζω, προσταγή, εκτύπων, ανάγλυφη επιγραφή, την ανάγλυφη επιγραφή, εκτύπων και, εξουσιάζετε τους
Переводы: εντολή, προστάζω, διατάζω, προσταγή, εκτύπων, ανάγλυφη επιγραφή, την ανάγλυφη επιγραφή, εκτύπων και, εξουσιάζετε τους