Неизбежный на греческом языке
Перевод: неизбежный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
επικείμενος, μοιραίος, αναγκαίος, αναπόφευκτος, θανατηφόρος, αναπόφευκτη, αναπόφευκτο, αναπόφευκτες, αναπόφευκτα
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: неизбежный
неизбежный синонимы, неизбежный успех руны, неизбежный мой ясения, неизбежный мой, неизбежный способ образования, неизбежный словарь иностранных слов греческий, неизбежный на греческом языке
Переводы
- неизбежно на греческом языке - απαραίτητα, αναπόφευκτα, αναγκαστικά, αναπόφευκτο
- неизбежность на греческом языке - ουσιώδης, απαραίτητος, πεπρωμένο, ειμαρμένη, αναγκαιότητα, αναγκαίος, μοίρα, ...
- неизбывный на греческом языке - μόνιμος, αναπόφευκτος, αναπόφευκτη, αναπόφευκτο, αναπόδραστη, αναπόφευκτα
- неизведанный на греческом языке - μυθιστόρημα, νέα, νέων, νέες, νέο
Случайные слова
Неизбежный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: επικείμενος, μοιραίος, αναγκαίος, αναπόφευκτος, θανατηφόρος, αναπόφευκτη, αναπόφευκτο, αναπόφευκτες, αναπόφευκτα
Переводы: επικείμενος, μοιραίος, αναγκαίος, αναπόφευκτος, θανατηφόρος, αναπόφευκτη, αναπόφευκτο, αναπόφευκτες, αναπόφευκτα