Неисправный на греческом языке
Перевод: неисправный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
απρεπής, ελαττωματικός, ανάρμοστος, ελλειπτικός, ελαττωματικό, ελαττωματική, ελαττωματικά, ελαττωματικών
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: неисправный
неисправный ви, неисправный дмрв, неисправный катализатор, неисправный перевод, неисправный блок питания компьютера, неисправный словарь иностранных слов греческий, неисправный на греческом языке
Переводы
- неисправимый на греческом языке - απελπισμένος, αδιόρθωτος, αδιόρθωτοι, αδιόρθωτη, αδιόρθωτο, αδιόρθωτα
- неисправность на греческом языке - αποτυγχάνω, ελάττωμα, φτιάξιμο, αποστατώ, λάθος, ενόχληση, δυσλειτουργία, ...
- неиспытанный на греческом языке - καινοφανής, μυθιστόρημα, αδοκιμαστώς, αδίκαστος, μη δοκιμασθείσα, αδοκίμαστο, δοκιμαστεί στην πράξη
- неисследованный на греческом языке - ανεξερεύνητος, ανεξερεύνητο, ανεξερεύνητες, ανεξερεύνητη, ανεξερεύνητα
Случайные слова
Неисправный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: απρεπής, ελαττωματικός, ανάρμοστος, ελλειπτικός, ελαττωματικό, ελαττωματική, ελαττωματικά, ελαττωματικών
Переводы: απρεπής, ελαττωματικός, ανάρμοστος, ελλειπτικός, ελαττωματικό, ελαττωματική, ελαττωματικά, ελαττωματικών