Неиспытанный на греческом языке
Перевод: неиспытанный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
καινοφανής, μυθιστόρημα, αδοκιμαστώς, αδίκαστος, μη δοκιμασθείσα, αδοκίμαστο, δοκιμαστεί στην πράξη
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: неиспытанный
неиспытанный словарь иностранных слов греческий, неиспытанный на греческом языке
Переводы
- неисправность на греческом языке - αποτυγχάνω, ελάττωμα, φτιάξιμο, αποστατώ, λάθος, ενόχληση, δυσλειτουργία, ...
- неисправный на греческом языке - απρεπής, ελαττωματικός, ανάρμοστος, ελλειπτικός, ελαττωματικό, ελαττωματική, ελαττωματικά, ...
- неисследованный на греческом языке - ανεξερεύνητος, ανεξερεύνητο, ανεξερεύνητες, ανεξερεύνητη, ανεξερεύνητα
- неиссякаемый на греческом языке - άσβεστος, άσβεστη, unquenchable, άσβεστο, άσβηστες
Случайные слова
Неиспытанный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: καινοφανής, μυθιστόρημα, αδοκιμαστώς, αδίκαστος, μη δοκιμασθείσα, αδοκίμαστο, δοκιμαστεί στην πράξη
Переводы: καινοφανής, μυθιστόρημα, αδοκιμαστώς, αδίκαστος, μη δοκιμασθείσα, αδοκίμαστο, δοκιμαστεί στην πράξη