Неослабный на греческом языке
Перевод: неослабный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ενδελεχής, επιμελής, εργατικός, συνεχής, αδιάκοπες, αδιάκοπη, αδιάλειπτη, από αδιάκοπες
Другие языки
Родственные слова: неослабный
неослабный словарь иностранных слов греческий, неослабный на греческом языке
Переводы
- неослабленный на греческом языке - αμετρίαστος, αμετρίαστη, ολοκληρωτική, αμέριστη, αδυσώπητες
- неослабно на греческом языке - επιμονή, αδιάκοπα, ακατάπαυστα, με επιμονή, αδιάλλακτα
- неосмотрительность на греческом языке - απερισκεψία, αθυροστομία, ασυνεσία, αδιακρισία, ακριτομυθίας
- неосмотрительный на греческом языке - απερίσκεπτος, ακριτόμυθος, παράτολμος, ατάσθαλος, εξάνθημα, αλόγιστη, απερίσκεπτο, ...
Случайные слова
Неослабный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ενδελεχής, επιμελής, εργατικός, συνεχής, αδιάκοπες, αδιάκοπη, αδιάλειπτη, από αδιάκοπες
Переводы: ενδελεχής, επιμελής, εργατικός, συνεχής, αδιάκοπες, αδιάκοπη, αδιάλειπτη, από αδιάκοπες