Неприятность на греческом языке
Перевод: неприятность, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
όχληση, απογοήτευση, βλάβη, ευλογία, φασαρία, ενοχλώ, πονοκέφαλος, ακαταστασία, πικρία, ενόχληση, ταλαιπωρία, μπελάς, βλάπτω, πρόβλημα, προβλήματα, κόπο
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: неприятность
неприятность на душе, неприятность эту мы переживем, неприятность напоминающая намордник, неприятность чехов, неприятность синоним, неприятность словарь иностранных слов греческий, неприятность на греческом языке
Переводы
- неприятельский на греческом языке - δυσμενής, εχθρός, εχθρό, εχθρού, του εχθρού, τον εχθρό
- неприятно на греческом языке - δυσάρεστα, δυσάρεστη, δυσάρεστης, με δυσάρεστη, είναι δυσάρεστα
- неприятный на греческом языке - άσχημος, αλγεινός, φοβερός, πρόχειρος, τρομερός, σκληρός, στυφός, ...
- непробиваемый на греческом языке - αδιαπέραστος, αδιαπέραστο, αδιαπέραστα, αδιαπέραστη, αδιαπέραστες
Случайные слова
Неприятность на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: όχληση, απογοήτευση, βλάβη, ευλογία, φασαρία, ενοχλώ, πονοκέφαλος, ακαταστασία, πικρία, ενόχληση, ταλαιπωρία, μπελάς, βλάπτω, πρόβλημα, προβλήματα, κόπο
Переводы: όχληση, απογοήτευση, βλάβη, ευλογία, φασαρία, ενοχλώ, πονοκέφαλος, ακαταστασία, πικρία, ενόχληση, ταλαιπωρία, μπελάς, βλάπτω, πρόβλημα, προβλήματα, κόπο