Облегчать на греческом языке
Перевод: облегчать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ανακουφίζω, ξεφορτώνω, αδειάζω, εκκρίνω, κυκλοφορώ, διευκολύνω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω, επιτρέπω, κατευνάζω, δημοσιεύω, διευκολύνουν, διευκόλυνση της, να διευκολύνει, να διευκολύνουν, διευκολυνθεί η
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: облегчать
облегчать по английски, облегчать słownik, облегчать перевод на английский, облегчать маховик, облегчать значение, облегчать словарь иностранных слов греческий, облегчать на греческом языке
Переводы
- облегающий на греческом языке - κοντά, πνιγηρός, κολλητός, αποπνιχτικός, κρυψίνους, slinky, το κρυψίνους, ...
- облегчает на греческом языке - διευκολύνει, διευκολύνει ο, διευκολύνει αποτελεσματικά
- облегчение на греческом языке - εκκρίνω, ανακούφιση, κυκλοφορώ, δημοσιεύω, αρωγή, ανάγλυφος, εκτόνωση, ...
- облегченный на греческом языке - ελαφριά, ελαφρύ, ελαφρύς, ελαφρά, ελαφριές
Случайные слова
Облегчать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ανακουφίζω, ξεφορτώνω, αδειάζω, εκκρίνω, κυκλοφορώ, διευκολύνω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω, επιτρέπω, κατευνάζω, δημοσιεύω, διευκολύνουν, διευκόλυνση της, να διευκολύνει, να διευκολύνουν, διευκολυνθεί η
Переводы: ανακουφίζω, ξεφορτώνω, αδειάζω, εκκρίνω, κυκλοφορώ, διευκολύνω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω, επιτρέπω, κατευνάζω, δημοσιεύω, διευκολύνουν, διευκόλυνση της, να διευκολύνει, να διευκολύνουν, διευκολυνθεί η