Обогащение на греческом языке
Перевод: обогащение, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
καθάρισμα, καθαρισμός, συγκέντρωση, πλουτισμός, εμπλουτισμού, εμπλουτισμό, εμπλουτισμός, τον εμπλουτισμό
Другие языки
Родственные слова: обогащение
обогащение труда, обогащение руды, обогащение золота, обогащение кислородом, обогащение угля, обогащение словарь иностранных слов греческий, обогащение на греческом языке
Переводы
- обогащать на греческом языке - εμπλουτίζω, εμπλουτίσουν, εμπλουτίζουν, εμπλουτίσει, τον εμπλουτισμό, εμπλουτίσετε την
- обогащаться на греческом языке - εμπλουτίζω, εμπλουτισμένος, εμπλουτισμένο, εμπλουτίζεται, εμπλουτισμένη, εμπλουτισμένα
- обогащенный на греческом языке - εμπλουτισμένος, εμπλουτισμένο, εμπλουτίζεται, εμπλουτισμένη, εμπλουτισμένα
- обогнать на греческом языке - δαχτυλίδι, δακτυλίδι, μάτι, προσπεράσει, προσπεράσεις, προσπέραση, ξεπεράσει, ...
Случайные слова
Обогащение на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: καθάρισμα, καθαρισμός, συγκέντρωση, πλουτισμός, εμπλουτισμού, εμπλουτισμό, εμπλουτισμός, τον εμπλουτισμό
Переводы: καθάρισμα, καθαρισμός, συγκέντρωση, πλουτισμός, εμπλουτισμού, εμπλουτισμό, εμπλουτισμός, τον εμπλουτισμό