Обосновать на греческом языке
Перевод: обосновать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
διαπιστώνω, επιβάλλω, βάθρο, τεκμηριώνω, ιδρύω, ευτελής, καθιερώνω, αποδεικνύω, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: обосновать
обосновать значение, обосновать 5 проблем урала, обосновать перевод на английский, обосновать основать, обосновать это, обосновать словарь иностранных слов греческий, обосновать на греческом языке
Переводы
- обоснованность на греческом языке - βάθρο, ίδρυμα, κύρος, θεμέλιο, ίδρυση, ισχύς, εγκυρότητα, ...
- обоснованный на греческом языке - ισχύων, μόλις, δίκαιος, εφικτός, αιτιολογημένη, αιτιολογημένης, αιτιολογημένες, ...
- обосноваться на греческом языке - εγκαθίσταμαι, κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
- обосновывать на греческом языке - βρήκα, κυρώνω, γη, τεκμηριώνω, έδαφος, ιδρύω, προσαράσσω, ...
Случайные слова
Обосновать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: διαπιστώνω, επιβάλλω, βάθρο, τεκμηριώνω, ιδρύω, ευτελής, καθιερώνω, αποδεικνύω, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
Переводы: διαπιστώνω, επιβάλλω, βάθρο, τεκμηριώνω, ιδρύω, ευτελής, καθιερώνω, αποδεικνύω, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν