Обостренный на греческом языке
Перевод: обостренный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ευδιάκριτος, οξυδερκής, κοφτερός, μυτερός, διακεκριμένος, αιφνίδιος, διαπρεπής, έντονος, έντονο, πρόθυμοι, επιθυμεί, έντονη
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: обостренный
обостренный гастрит, обостренный цистит, обостренный начав положил, обостренный нюх, обостренный начав, обостренный словарь иностранных слов греческий, обостренный на греческом языке
Переводы
- обособляться на греческом языке - ιδιαίτερος, χωριστός, χωρίζω, εξέδρα, ξεχωριστός, ξεχωρίζουν, ξεχωρίζει, ...
- обострение на греческом языке - κλιμάκωση, εντατικοποίηση, επαύξηση, παρόξυνση, έξαρση, έξαρσης, επιδείνωση, ...
- обострить на греческом языке - αλέθω, ακονίζω, ξύνω, αγγαρεία, λιώνω, επιδεινώνω, τρίζω, ...
- обострять на греческом языке - κλιμακώνομαι, οξύνω, ακονίζω, επιδεινώνω, τονίζω, ξύνω, οξύνει, ...
Случайные слова
Обостренный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ευδιάκριτος, οξυδερκής, κοφτερός, μυτερός, διακεκριμένος, αιφνίδιος, διαπρεπής, έντονος, έντονο, πρόθυμοι, επιθυμεί, έντονη
Переводы: ευδιάκριτος, οξυδερκής, κοφτερός, μυτερός, διακεκριμένος, αιφνίδιος, διαπρεπής, έντονος, έντονο, πρόθυμοι, επιθυμεί, έντονη