Обрабатывать на греческом языке
Перевод: обрабатывать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
πίφερο, αναπτύσσω, αναπτύσσομαι, χερούλι, κέρασμα, σκαλίζω, επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι, διαδικασία, μεταχειρίζομαι, εργασία, υποβάλλω, εργάζομαι, δουλειά, λιμάρω, κερνώ, λαβή, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, χειρίζεται
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: обрабатывать
обрабатывать фото, обрабатывать неверные url чпу, обрабатывать фотографии, обрабатывать html как php, обрабатывать синоним, обрабатывать словарь иностранных слов греческий, обрабатывать на греческом языке
Переводы
- обрабатываемый на греческом языке - πολιτιστικός, επεξεργασία, μεταποιημένα, μεταποιημένων, σε επεξεργασία, επεξεργασίας
- обрабатывает на греческом языке - διεργασίες, διαδικασιών, διεργασιών, διαδικασίες, μεθόδους
- обработанный на греческом языке - τελικού, τελικό, τελικών, τελειωμένο, τελικά
- обработать на греческом языке - κερνώ, μεταχειρίζομαι, θεραπεύω, αναπτύσσομαι, επεξεργασία, κέρασμα, αναπτύσσω, ...
Случайные слова
Обрабатывать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: πίφερο, αναπτύσσω, αναπτύσσομαι, χερούλι, κέρασμα, σκαλίζω, επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι, διαδικασία, μεταχειρίζομαι, εργασία, υποβάλλω, εργάζομαι, δουλειά, λιμάρω, κερνώ, λαβή, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, χειρίζεται
Переводы: πίφερο, αναπτύσσω, αναπτύσσομαι, χερούλι, κέρασμα, σκαλίζω, επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι, διαδικασία, μεταχειρίζομαι, εργασία, υποβάλλω, εργάζομαι, δουλειά, λιμάρω, κερνώ, λαβή, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, χειρίζεται