Общий на греческом языке
Перевод: общий, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
γενικός, μεστός, ποδιά, χαρακτηριστικός, λαμπρός, πλήρης, αμοιβαίος, δίχτυ, ολικός, ολόκληρος, συνεργάσιμος, συνέταιρος, συσχετίζω, συνηθισμένος, μεγάλος, γόμφος, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: общий
общий аккаунт, общий анализ крови, общий белок, общий аккаунт app store, общий анализ мочи, общий словарь иностранных слов греческий, общий на греческом языке
Переводы
- общеупотребительный на греческом языке - συνηθισμένος, τωρινός, ρεύμα, κοινός, καθομιλουμένη, λαϊκή, ιδιωματική, ...
- общечеловеческий на греческом языке - άνθρωπος, ανθρώπινος, κοινά για, κοινά σε, κοινές για, κοινές στα, είναι κοινές στα
- община на греческом языке - κοινότητα, κοινόβιο, Κοινότητας, κοινοτικό, της Κοινότητας, κοινωνία
- общинный на греческом языке - συνηθισμένος, κοινός, κοινότητα, Κοινότητας, κοινοτικό, της Κοινότητας, κοινωνία
Случайные слова
Общий на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: γενικός, μεστός, ποδιά, χαρακτηριστικός, λαμπρός, πλήρης, αμοιβαίος, δίχτυ, ολικός, ολόκληρος, συνεργάσιμος, συνέταιρος, συσχετίζω, συνηθισμένος, μεγάλος, γόμφος, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
Переводы: γενικός, μεστός, ποδιά, χαρακτηριστικός, λαμπρός, πλήρης, αμοιβαίος, δίχτυ, ολικός, ολόκληρος, συνεργάσιμος, συνέταιρος, συσχετίζω, συνηθισμένος, μεγάλος, γόμφος, γενική, γενικό, γενικού, γενικές