Объединить на греческом языке
Перевод: объединить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
συνδυάζω, ενώνω, εδραιώνω, ενσωματώνω, συνενώνω, συνδέω, συγχωνεύω, σύμμαχος, εμπεδώνω, κατατάσσομαι, συνδυασμός, συνδυάζουν, συνδυάσετε, συνδυάσει, συνδυάζει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: объединить
объединить массивы php, объединить jpg в pdf, объединить ячейки, объединить фото, объединить ячейки html, объединить словарь иностранных слов греческий, объединить на греческом языке
Переводы
- объединение на греческом языке - λέσχη, θεσπίζω, σχέση, σωματείο, δέσιμο, συνδυασμός, συγχώνευση, ...
- объединенный на греческом языке - συνεταιρισμός, συνέταιρος, κοψίδι, συνεργάσιμος, σύμμαχος, κοινός, άρθρωση, ...
- объединиться на греческом языке - συνδυάζω, ενώνουν, ενώσει, ενωθούμε, ενώσουμε, ενωθούν
- объединять на греческом языке - συνδέω, συνδυάζω, συνενώνω, θρέφω, συσσωματώνω, ενσαρκώνω, εκφράζω, ...
Случайные слова
Объединить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: συνδυάζω, ενώνω, εδραιώνω, ενσωματώνω, συνενώνω, συνδέω, συγχωνεύω, σύμμαχος, εμπεδώνω, κατατάσσομαι, συνδυασμός, συνδυάζουν, συνδυάσετε, συνδυάσει, συνδυάζει
Переводы: συνδυάζω, ενώνω, εδραιώνω, ενσωματώνω, συνενώνω, συνδέω, συγχωνεύω, σύμμαχος, εμπεδώνω, κατατάσσομαι, συνδυασμός, συνδυάζουν, συνδυάσετε, συνδυάσει, συνδυάζει