Объяснять на греческом языке
Перевод: объяснять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
δικαιολογώ, διευκρινίζω, παραπέμπω, διαβάζω, διασαφηνίζω, αποσαφηνίζω, δικαιώνω, λύνω, αναφέρομαι, ερμηνεύω, αντιπροσωπεύω, εξαναγκάζω, κάνω, κατασκευάζω, φτιάχνω, εξηγήσει, εξηγούν, να εξηγήσει, εξηγήσουν, εξηγεί
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: объяснять
объяснять перевод, объяснять conjugation, объяснять на пальцах перевод, объяснять викисловарь, объяснять на пальцах, объяснять словарь иностранных слов греческий, объяснять на греческом языке
Переводы
- объясниться на греческом языке - εξηγήσει, εξηγούν, να εξηγήσει, εξηγήσουν, εξηγεί
- объясняет на греческом языке - εξηγεί, εξηγεί ο, διευκρινίζει, εξηγείται
- объясняться на греческом языке - εξηγείται, εξήγησε, εξηγηθεί, εξηγούνται, εξηγήθηκε
- объятие на греческом языке - σφίγγω, αγκάλιασμα, αγκαλιάζω, αγκαλιά, αγκαλιάζουν
Случайные слова
Объяснять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: δικαιολογώ, διευκρινίζω, παραπέμπω, διαβάζω, διασαφηνίζω, αποσαφηνίζω, δικαιώνω, λύνω, αναφέρομαι, ερμηνεύω, αντιπροσωπεύω, εξαναγκάζω, κάνω, κατασκευάζω, φτιάχνω, εξηγήσει, εξηγούν, να εξηγήσει, εξηγήσουν, εξηγεί
Переводы: δικαιολογώ, διευκρινίζω, παραπέμπω, διαβάζω, διασαφηνίζω, αποσαφηνίζω, δικαιώνω, λύνω, αναφέρομαι, ερμηνεύω, αντιπροσωπεύω, εξαναγκάζω, κάνω, κατασκευάζω, φτιάχνω, εξηγήσει, εξηγούν, να εξηγήσει, εξηγήσουν, εξηγεί