Обюрократить на греческом языке
Перевод: обюрократить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
φτιάχνω, εξαναγκάζω, κάνω, κατασκευάζω, υψηλή, υψηλής, υψηλές, υψηλά, υψηλών
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: обюрократить
обюрократить словарь иностранных слов греческий, обюрократить на греческом языке
Переводы
- обычность на греческом языке - συνήθες, σύμπτωσης στοιχείων, σύμπτωσης, συνήθους χαρακτήρα, σύμπτωση στοιχείων
- обычный на греческом языке - ομαλός, σκέτος, μέσος, φυσιολογικός, συμβατικός, κανονικός, μπόλικος, ...
- обязанность на греческом языке - βάρος, πρέπει, δουλειές, καθήκον, υπόθεση, επιχείρηση, ευθύνη, ...
- обязанный на греческом языке - δεμένος, όριο, δεσμευμένο, δεσμευμένου, δεσμευμένη, συνδεδεμένου
Случайные слова
Обюрократить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: φτιάχνω, εξαναγκάζω, κάνω, κατασκευάζω, υψηλή, υψηλής, υψηλές, υψηλά, υψηλών
Переводы: φτιάχνω, εξαναγκάζω, κάνω, κατασκευάζω, υψηλή, υψηλής, υψηλές, υψηλά, υψηλών