Оглядывать на греческом языке
Перевод: оглядывать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κριτική, έρευνα, ανασκοπώ, επιθεωρώ, αναθεωρώ, μελέτη, άποψη, ανασκόπηση, εποπτεύω, παραγνωρίζω, παραβλέπω, εξετάζω, ελέγχει, ελέγχουν, εξετάζουν, εξετάζει, ελέγξει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: оглядывать
оглядывать по составу, выглядывать синоним, оглядывать значение слова, оглядывать словарь иностранных слов греческий, оглядывать на греческом языке
Переводы
- оглядка на греческом языке - προειδοποιώ, επιφύλαξη, προειδοποίηση, φροντίζω, περίσκεψη, φροντίδα, κοιτάζοντας πίσω, ...
- оглядывание на греческом языке - Κοιτώντας, Ψάχνετε, Ψάχνω, Κοιτάζοντας, Εξετάζοντας
- огневой на греческом языке - παθιασμένος, φλογερός, φωτιά, πυρκαγιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
- огнедышащий на греческом языке - ηφαιστειακός, φωτιά, πυρκαγιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
Случайные слова
Оглядывать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κριτική, έρευνα, ανασκοπώ, επιθεωρώ, αναθεωρώ, μελέτη, άποψη, ανασκόπηση, εποπτεύω, παραγνωρίζω, παραβλέπω, εξετάζω, ελέγχει, ελέγχουν, εξετάζουν, εξετάζει, ελέγξει
Переводы: κριτική, έρευνα, ανασκοπώ, επιθεωρώ, αναθεωρώ, μελέτη, άποψη, ανασκόπηση, εποπτεύω, παραγνωρίζω, παραβλέπω, εξετάζω, ελέγχει, ελέγχουν, εξετάζουν, εξετάζει, ελέγξει