Ограничение на греческом языке

Перевод: ограничение, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
προκατάληψη, εξαναγκασμός, φραγμός, μπαρ, φράζω, σύνοψη, περιορισμός, πρόκριση, δεμένος, κάγκελο, εμποδίζω, συστολή, πρόληψη, περιστολή, περιορίζω, τσιγκουνεύομαι, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό
Ограничение на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: ограничение

ограничение скорости в населённом пункте, ограничение скорости, ограничение дееспособности, ограничение движения в москве, ограничение движения, ограничение словарь иностранных слов греческий, ограничение на греческом языке

Переводы

  • ограждать на греческом языке - προστατεύω, κατοχυρώνω, προστασία, προστατεύουν, την προστασία, προστατεύσει, προστατεύει
  • ограждение на греческом языке - πρόληψη, περίφραξη, μπάρα, εμποδισμός, ξιφασκία, φράγμα, μάντρα, ...
  • ограниченность на греческом языке - περιορισμός, περιστολή, μετριότητα, ανεπάρκεια, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, ...
  • ограниченный на греческом языке - μικροπρεπής, ασήμαντος, πεπερασμένος, στενόχωρος, στενός, πενιχρός, λιγοστός, ...
Случайные слова
Ограничение на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: προκατάληψη, εξαναγκασμός, φραγμός, μπαρ, φράζω, σύνοψη, περιορισμός, πρόκριση, δεμένος, κάγκελο, εμποδίζω, συστολή, πρόληψη, περιστολή, περιορίζω, τσιγκουνεύομαι, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό