Одолжить на греческом языке
Перевод: одолжить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εύχομαι, ευνοώ, ρουσφέτι, δανείζομαι, μακάρι, δανείζω, δανεισμός, ευχή, χάρη, δάνειο, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: одолжить
одолжить или одолжить, одолжить по английски, одолжить синонимы, одолжить антоним, одолжить занять, одолжить словарь иностранных слов греческий, одолжить на греческом языке
Переводы
- одолеть на греческом языке - αντεπεξέρχομαι, διευθύνω, καταφέρνω, ξεπεραστούν, ξεπεράσουν, ξεπεραστεί, υπερνικήσει, ...
- одолжение на греческом языке - γραφείο, χάρη, υπηρεσία, εξυπηρέτηση, ρουσφέτι, θώκος, ευνοώ, ...
- одомашнивание на греческом языке - εξημέρωση, εξημέρωσης, την εξημέρωση, η εξημέρωση, domestication
- одометр на греческом языке - οδόμετρο, χιλιομετρητή, οδομέτρου, του χιλιομετρητή, χιλιομετρικών αποστάσεων
Случайные слова
Одолжить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εύχομαι, ευνοώ, ρουσφέτι, δανείζομαι, μακάρι, δανείζω, δανεισμός, ευχή, χάρη, δάνειο, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε
Переводы: εύχομαι, ευνοώ, ρουσφέτι, δανείζομαι, μακάρι, δανείζω, δανεισμός, ευχή, χάρη, δάνειο, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε