Оживать на греческом языке
Перевод: оживать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
επιστρέφω, αναζωογονώ, νεκρανασταίνω, γυρίζω, ξαναζωντανεύω, αναβιώνω, επιστροφή, επιταχύνω, έρχονται στη ζωή, ζωντανεύουν, έρθει στη ζωή, να ζωντανεύει, έρθουν στη ζωή
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: оживать
оживать синонимы, убивать синоним, оживать спряжение, оживать вики, оживать викисловарь, оживать словарь иностранных слов греческий, оживать на греческом языке
Переводы
- ожесточенный на греческом языке - βίαιος, άγριος, δριμύς, μανιασμένος, πικρός, πικρή, πικρό, ...
- ожесточить на греческом языке - σκληραίνω, σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, να σκληρύνει
- оживающий на греческом языке - αναδυόμενος, αναζωπύρωση, ανακάμπτουσα, αναζωπύρωση της, αναζωπύρωση του
- оживить на греческом языке - ζωντανεύω, εμψυχώνω, έμψυχος, ζωηρεύω, ζωντανέψουν, ζωντανέψει επάνω, ζωντανέψουν επάνω, ...
Случайные слова
Оживать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: επιστρέφω, αναζωογονώ, νεκρανασταίνω, γυρίζω, ξαναζωντανεύω, αναβιώνω, επιστροφή, επιταχύνω, έρχονται στη ζωή, ζωντανεύουν, έρθει στη ζωή, να ζωντανεύει, έρθουν στη ζωή
Переводы: επιστρέφω, αναζωογονώ, νεκρανασταίνω, γυρίζω, ξαναζωντανεύω, αναβιώνω, επιστροφή, επιταχύνω, έρχονται στη ζωή, ζωντανεύουν, έρθει στη ζωή, να ζωντανεύει, έρθουν στη ζωή