Олицетворенный на греческом языке
Перевод: олицетворенный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ενσωματώνονται, που ενσωματώνονται, ενσωματώνεται, ενσωματωμένη, ενσωματωθεί
Другие языки
Родственные слова: олицетворенный
олицетворенный словарь иностранных слов греческий, олицетворенный на греческом языке
Переводы
- олифа на греческом языке - βερνικώνω, λινέλαιο, λινελαίου, έλαιο λιναρόσπορου, το λινέλαιο, πετρέλαιο λιναρόσπορου
- олицетворение на греческом языке - παροιμία, ενσάρκωση, μίμηση, προσωποποίηση, πλαστοπροσωπία, πλαστοπροσωπίας, απομίμησης
- олицетворять на греческом языке - προσωποποιώ, ενσωματώνω, συσσωματώνω, αντιπροσωπεύω, ενσαρκώνω, παριστάνω, εκφράζω, ...
- олово на греческом языке - κασσίτερος, κονσέρβα, κασσιτέρου, κασσίτερο, κασσίτερου, του κασσιτέρου
Случайные слова
Олицетворенный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ενσωματώνονται, που ενσωματώνονται, ενσωματώνεται, ενσωματωμένη, ενσωματωθεί
Переводы: ενσωματώνονται, που ενσωματώνονται, ενσωματώνεται, ενσωματωμένη, ενσωματωθεί