Оперативно на греческом языке
Перевод: оперативно, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αποδοτικότητα, αποτελεσματικότητα, λειτουργικά, λειτουργικώς, είναι λειτουργικά, λειτουργική, επέμβαση
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: оперативно
оперативно справочные учеты, оперативно синоним, оперативно календарное планирование, оперативно это, оперативно розыскные мероприятия, оперативно словарь иностранных слов греческий, оперативно на греческом языке
Переводы
- операнд на греческом языке - τελεστή, τελεστής, τελεστέο, τελεστού, τελεστέος
- оперативка на греческом языке - ενημέρωση, RAM, μνήμη RAM, μνήμης RAM
- оперативность на греческом языке - αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα, απόδοσης, αποτελεσματικότητας, αποδοτικότητας
- оперативный на греческом языке - δραστήριος, αποτελεσματικός, ακμαίος, αποδοτικός, ενεργός, λειτουργικός, ενεργητικός, ...
Случайные слова
Оперативно на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αποδοτικότητα, αποτελεσματικότητα, λειτουργικά, λειτουργικώς, είναι λειτουργικά, λειτουργική, επέμβαση
Переводы: αποδοτικότητα, αποτελεσματικότητα, λειτουργικά, λειτουργικώς, είναι λειτουργικά, λειτουργική, επέμβαση