Оперяться на греческом языке
Перевод: оперяться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ωριμάζω, φτερό, μεστώνω, ώριμος, μεστός, ανατρέφω, πτερώνω, πετάξουν, ανατρέφουν, αρχίζουν να πετάνε
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: оперяться
оперяться словарь иностранных слов греческий, оперяться на греческом языке
Переводы
- оперный на греческом языке - όπερα, Opera, όπερας, την όπερα, της όπερας
- оперять на греческом языке - φυγή, πτήση, ανατρέφω, πτερώνω, πετάξουν, ανατρέφουν, αρχίζουν να πετάνε
- опечаленный на греческом языке - συγγνώμη, απαισιόδοξος, ζοφερός, μελαγχολικός, βασανιζόμενος, μετανοιωμένος, περίλυπος, ...
- опечалить на греческом языке - θλίβομαι, θρηνώ, πενθώ, μελαγχολώ, λυπώ, θλίβονται, στενοχωριέστε, ...
Случайные слова
Оперяться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ωριμάζω, φτερό, μεστώνω, ώριμος, μεστός, ανατρέφω, πτερώνω, πετάξουν, ανατρέφουν, αρχίζουν να πετάνε
Переводы: ωριμάζω, φτερό, μεστώνω, ώριμος, μεστός, ανατρέφω, πτερώνω, πετάξουν, ανατρέφουν, αρχίζουν να πετάνε