Осваивать на греческом языке
Перевод: осваивать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
δεξιοτέχνης, μετρ, απορροφώ, αφέντης, κύριος, εξημερώνω, τιθασεύω, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, αναπτύξει, να αναπτύξει, αναπτύσσουν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: осваивать
осваивать дальний восток, осваивать усваивать, осваивать перевод на украинский, осваивать луну, осваивать целину, осваивать словарь иностранных слов греческий, осваивать на греческом языке
Переводы
- осанка на греческом языке - θέση, πόζα, παρουσία, τοποθετώ, άμαξα, τοποθεσία, συμπεριφορά, ...
- осваивание на греческом языке - εξοικείωση, εξοικείωσης, την εξοικείωση, η εξοικείωση, εξοικείωσή
- осведомитель на греческом языке - μύτη, ελεγκτής, καταδότης, πληροφορητής, πληροφοριοδότη, πληροφοριοδότης, ο πληροφοριοδότης, ...
- осведомить на греческом языке - πληροφορώ, να ενημερώσει, για την ενημέρωση, να ενημερώσουν, να ενημερώνουν, να ενημερώνει
Случайные слова
Осваивать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: δεξιοτέχνης, μετρ, απορροφώ, αφέντης, κύριος, εξημερώνω, τιθασεύω, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, αναπτύξει, να αναπτύξει, αναπτύσσουν
Переводы: δεξιοτέχνης, μετρ, απορροφώ, αφέντης, κύριος, εξημερώνω, τιθασεύω, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, αναπτύξει, να αναπτύξει, αναπτύσσουν