Освободить на греческом языке
Перевод: освободить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
τσάμπα, άφεση, εκροή, εξαγοράζω, εκκρίνω, αποσύρομαι, αθωώνω, δωρεάν, χειραφετώ, εξορκίζω, εκπυρσοκρότηση, απελευθερώνω, κυκλοφορώ, απολύω, αυτεξούσιος, δικαιολογία, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: освободить
освободить вилли 2, освободить оперативную память, освободить хьялмарк, освободить хаафингар баг, освободить место на диске с, освободить словарь иностранных слов греческий, освободить на греческом языке
Переводы
- освободитель на греческом языке - ελευθερωτής, απελευθερωτή, απελευθερωτής, ελευθερωτή, τον απελευθερωτή
- освободительный на греческом языке - απελευθερωτική, απελευθερωτικό, απελευθερωτικού, λυτρωτικό, απελευθερωτικούς
- освободиться на греческом языке - αρμόζω, γίνομαι, αποσύρομαι, δωρεάν, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ...
- освобождает на греческом языке - κυκλοφορίες, δελτία, απελευθερώνει, απελευθερώσεις, Releases
Случайные слова
Освободить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: τσάμπα, άφεση, εκροή, εξαγοράζω, εκκρίνω, αποσύρομαι, αθωώνω, δωρεάν, χειραφετώ, εξορκίζω, εκπυρσοκρότηση, απελευθερώνω, κυκλοφορώ, απολύω, αυτεξούσιος, δικαιολογία, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
Переводы: τσάμπα, άφεση, εκροή, εξαγοράζω, εκκρίνω, αποσύρομαι, αθωώνω, δωρεάν, χειραφετώ, εξορκίζω, εκπυρσοκρότηση, απελευθερώνω, κυκλοφορώ, απολύω, αυτεξούσιος, δικαιολογία, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης