Оселок на греческом языке
Перевод: оселок, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
τρίβω, μπαρ, γόμα, εμποδίζω, πετροβολώ, κάγκελο, λαστιχένιος, λιθοβολώ, φράζω, πέτρα, λύδια λίθος, λυδία λίθος, λυδία λίθο, θεμέλιος λίθος
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: оселок
оселок для заточки, оселок для доводки опасных бритв, оселок для правки бритв купить, оселок это, оселок уха фото, оселок словарь иностранных слов греческий, оселок на греческом языке
Переводы
- оседлый на греческом языке - εγκαταστάθηκαν, πάγια, εγκαταστάθηκε, διευθετηθεί, διακανονίζονται
- осел на греческом языке - γάιδαρος, βλάκας, κώλος, κώλο, τον κώλο, γάιδαρο
- осеменение на греческом языке - γονιμοποίηση, σπερματέγχυση, γονιμοποίησης, σπερματέγχυσης, γονιμοποιήσεως
- осенний на греческом языке - φθινοπωρινός, φθινόπωρο, το φθινόπωρο, φθινοπώρου, φθινόπωρο του, του φθινοπώρου
Случайные слова
Оселок на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: τρίβω, μπαρ, γόμα, εμποδίζω, πετροβολώ, κάγκελο, λαστιχένιος, λιθοβολώ, φράζω, πέτρα, λύδια λίθος, λυδία λίθος, λυδία λίθο, θεμέλιος λίθος
Переводы: τρίβω, μπαρ, γόμα, εμποδίζω, πετροβολώ, κάγκελο, λαστιχένιος, λιθοβολώ, φράζω, πέτρα, λύδια λίθος, λυδία λίθος, λυδία λίθο, θεμέλιος λίθος