Осложняться на греческом языке
Перевод: осложняться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
διανύω, γίνομαι, αρμόζω, βρίσκομαι, είμαι, γίνει περίπλοκη, περιπλέκονται, είναι πλέον σύνθετες, πλέον σύνθετες, να αποδειχθεί περίπλοκος
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: осложняться
осложняться синонимы, осложняться словарь иностранных слов греческий, осложняться на греческом языке
Переводы
- осложниться на греческом языке - αρμόζω, διανύω, γίνομαι, είμαι, βρίσκομαι, περίπλοκος, πολύπλοκος, ...
- осложнять на греческом языке - περιπλέκω, περιπλέκουν, περιπλέξουν, περιπλέξει, περιπλέκει, να περιπλέξει
- ослушание на греческом языке - ανυπακοή, απείθεια, ανυποταξία, απειθαρχία, ανυποταξίας, την ανυποταξία
- ослушаться на греческом языке - άγνοια, παραγνωρίζω, απειθώ, παρακούω, disobey, παρακούσει, παρακούσουν
Случайные слова
Осложняться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: διανύω, γίνομαι, αρμόζω, βρίσκομαι, είμαι, γίνει περίπλοκη, περιπλέκονται, είναι πλέον σύνθετες, πλέον σύνθετες, να αποδειχθεί περίπλοκος
Переводы: διανύω, γίνομαι, αρμόζω, βρίσκομαι, είμαι, γίνει περίπλοκη, περιπλέκονται, είναι πλέον σύνθετες, πλέον σύνθετες, να αποδειχθεί περίπλοκος