Осмеивать на греческом языке
Перевод: осмеивать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
γελοιοποιώ, διασυρμός, λοιδορία, περιγελώ, λαρυγγικός, γελοιοποίηση, εμπαιγμού, εμπαιγμό, η γελοιοποίηση, τον εμπαιγμό
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: осмеивать
осмеивать словарь иностранных слов греческий, осмеивать на греческом языке
Переводы
- осматривать на греческом языке - ανασκοπώ, κάνω, επιθεωρώ, άποψη, εξετάζω, ανασκόπηση, παραγνωρίζω, ...
- осматриваться на греческом языке - εμφάνιση, βλέμμα, φαίνομαι, κοιτάζω, κοιτάξτε, κοιτάξουμε, εξετάσουμε
- осмеливаться на греческом языке - υποθέτω, τεκμαίρουν, τεκμαίρει, υποθέσει, υποθέσουμε
- осмелиться на греческом языке - επιχείρηση, εγχείρημα, επιχειρηματικών, κοινοπραξία, venture
Случайные слова
Осмеивать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: γελοιοποιώ, διασυρμός, λοιδορία, περιγελώ, λαρυγγικός, γελοιοποίηση, εμπαιγμού, εμπαιγμό, η γελοιοποίηση, τον εμπαιγμό
Переводы: γελοιοποιώ, διασυρμός, λοιδορία, περιγελώ, λαρυγγικός, γελοιοποίηση, εμπαιγμού, εμπαιγμό, η γελοιοποίηση, τον εμπαιγμό