Основывать на греческом языке
Перевод: основывать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αποτελώ, γη, συγκροτώ, υπόλοιπος, έδαφος, βάθρο, μορφή, φυτό, τοποθετώ, βρήκα, εργοστάσιο, καθιερώνω, ιδρύω, καθελκύω, φυτεύω, εκτοξεύω, βάση, βάσης, βάσεως, βασικό, βάσεων
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: основывать
основывать на английском, основываться синоним, основывать будущее время, основывать вики, основывать перевод на английский, основывать словарь иностранных слов греческий, основывать на греческом языке
Переводы
- основополагающий на греческом языке - αρχέγονος, πρωταρχικός, πρώτος, καρδινάλιος, κεντρικός, πρωτόγονος, ουσιώδης, ...
- основоположник на греческом языке - εφευρέτης, ιδρυτής, φουντάρω, ναυαγώ, ιδρυτή, ο ιδρυτής, ιδρυτικό, ...
- основываться на греческом языке - υπόλοιπος, εγκαθίσταμαι, ξεκουράζομαι, ησυχασμός, άπαχος, γέρνω, ακουμπώ, ...
- особа на греческом языке - πρόσωπο, συμβαλλόμενος, άτομο, προσωπικότητα, παρέα, ατομικός, άνθρωπος, ...
Случайные слова
Основывать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αποτελώ, γη, συγκροτώ, υπόλοιπος, έδαφος, βάθρο, μορφή, φυτό, τοποθετώ, βρήκα, εργοστάσιο, καθιερώνω, ιδρύω, καθελκύω, φυτεύω, εκτοξεύω, βάση, βάσης, βάσεως, βασικό, βάσεων
Переводы: αποτελώ, γη, συγκροτώ, υπόλοιπος, έδαφος, βάθρο, μορφή, φυτό, τοποθετώ, βρήκα, εργοστάσιο, καθιερώνω, ιδρύω, καθελκύω, φυτεύω, εκτοξεύω, βάση, βάσης, βάσεως, βασικό, βάσεων