Осознавать на греческом языке
Перевод: осознавать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
υλοποιούμαι, γίνομαι, αρμόζω, αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιούν, συνειδητοποιήσουμε, συνειδητοποιήσουν, συνειδητοποιήσει
Другие языки
Родственные слова: осознавать
осознавать или осознавать, осознавать перевод на украинский, осознавать перевод, осознавать проверочное слово, осознавать синоним, осознавать словарь иностранных слов греческий, осознавать на греческом языке
Переводы
- осовременить на греческом языке - εκσυγχρονισμό, τον εκσυγχρονισμό, εκσυγχρονίσει, εκσυγχρονισμό των, εκσυγχρονίσουν
- осоед на греческом языке - μέλι, μελιού, το μέλι, του μελιού
- осознавший на греческом языке - ενήμερος, επίγνωση, γνώστης, γνώσει, εν γνώσει
- осознает на греческом языке - συνειδητοποιεί, πραγματοποιεί, αντιλαμβάνεται, καταλαβαίνει, συνειδητοποιήσει
Случайные слова
Осознавать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: υλοποιούμαι, γίνομαι, αρμόζω, αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιούν, συνειδητοποιήσουμε, συνειδητοποιήσουν, συνειδητοποιήσει
Переводы: υλοποιούμαι, γίνομαι, αρμόζω, αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιούν, συνειδητοποιήσουμε, συνειδητοποιήσουν, συνειδητοποιήσει