Отдавливать на греческом языке
Перевод: отдавливать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
συνωστισμός, συνθλίβω, ζουλώ, συντριβή, φλερτ, σύνθλιψη, σύνθλιψης, συνθλίβετε
Другие языки
Родственные слова: отдавливать
отдавливать словарь иностранных слов греческий, отдавливать на греческом языке
Переводы
- отдаваться на греческом языке - παραδίδω, ηχώ, δεδομένου, δεδομένο, δεδομένης, δεδομένη, δίνεται
- отдавить на греческом языке - συνθλίβω, συνωστισμός, ζουλώ, να πατήσουν, για να πατήσουμε πάνω, να πατήσουμε πάνω, να το βήμα σε, ...
- отдаление на греческом языке - αποξένωση, απόσταση, μετάθεση, αφαίρεση, εξάλειψη, αποξένωσης, αλλοτρίωση, ...
- отдаленность на греческом языке - απόσταση, απόσταση για, απόσταση με, απόστασης, εξ αποστάσεως
Случайные слова
Отдавливать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: συνωστισμός, συνθλίβω, ζουλώ, συντριβή, φλερτ, σύνθλιψη, σύνθλιψης, συνθλίβετε
Переводы: συνωστισμός, συνθλίβω, ζουλώ, συντριβή, φλερτ, σύνθλιψη, σύνθλιψης, συνθλίβετε