Отделать на греческом языке
Перевод: отделать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
σκαλίζω, κουρεύω, ξεχωρίζω, αφηγούμαι, κέρασμα, θεραπεύω, κλαδεύω, κατεργάζομαι, τέλος, διηγούμαι, τερματισμός, λέω, κερνώ, μεταχειρίζομαι, διαδικασία, τελειώνω, μαρκάρω, να μαρκάρω, κατσαδιάζω, μαρκάρω τους, μαρκάρω το
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: отделать
отделать дом сайдингом цена, отделать под орех фразеологизм, отделать балкон, отделать дом сайдингом, отделать цоколь, отделать словарь иностранных слов греческий, отделать на греческом языке
Переводы
- отделавшийся на греческом языке - σταματήσουν το κάπνισμα, κλείστε, κλείσετε, σταματήσουν, σταματήσουν το
- отделанный на греческом языке - τελικού, τελικό, τελικών, τελειωμένο, τελικά
- отделение на греческом языке - διχασμός, μεραρχία, τομή, χωρίζω, αποσκίρτηση, οίκος, τμήμα, ...
- отделенный на греческом языке - χωριστός, ιδιωτικός, μόνος, μακριά, φαντάρος, χωρίζω, ξεχωριστός, ...
Случайные слова
Отделать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: σκαλίζω, κουρεύω, ξεχωρίζω, αφηγούμαι, κέρασμα, θεραπεύω, κλαδεύω, κατεργάζομαι, τέλος, διηγούμαι, τερματισμός, λέω, κερνώ, μεταχειρίζομαι, διαδικασία, τελειώνω, μαρκάρω, να μαρκάρω, κατσαδιάζω, μαρκάρω τους, μαρκάρω το
Переводы: σκαλίζω, κουρεύω, ξεχωρίζω, αφηγούμαι, κέρασμα, θεραπεύω, κλαδεύω, κατεργάζομαι, τέλος, διηγούμαι, τερματισμός, λέω, κερνώ, μεταχειρίζομαι, διαδικασία, τελειώνω, μαρκάρω, να μαρκάρω, κατσαδιάζω, μαρκάρω τους, μαρκάρω το