Отживать на греческом языке

Перевод: отживать, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ζωντανός, έχε, έχω, μένω, καταστεί άνευ αντικειμένου, καταστεί παρωχημένες, παρωχημένες, καταστεί άνευ, καταστεί παρωχημένος
Отживать на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: отживать

отживать словарь иностранных слов греческий, отживать на греческом языке

Переводы

  • отечество на греческом языке - χώρα, πατρίδα, εξοχή, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες
  • отечь на греческом языке - φουσκώνω, είμαι, διανύω, εξογκώνω, βρίσκομαι, πρήζω, πατριωτικός, ...
  • отживающий на греческом языке - απαρχαιουμένος, πεπαλαιωμένος, της παλαιότητάς τους, του απαρχαιωμένου χαρακτήρα, λόγω της παλαιότητάς
  • отживший на греческом языке - απαρχαιωμένος, παρωχημένες, παρωχημένα, παρωχημένη, ξεπερασμένο, άνευ αντικειμένου
Случайные слова
Отживать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ζωντανός, έχε, έχω, μένω, καταστεί άνευ αντικειμένου, καταστεί παρωχημένες, παρωχημένες, καταστεί άνευ, καταστεί παρωχημένος