Отживающий на греческом языке
Перевод: отживающий, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
απαρχαιουμένος, πεπαλαιωμένος, της παλαιότητάς τους, του απαρχαιωμένου χαρακτήρα, λόγω της παλαιότητάς
Другие языки
Родственные слова: отживающий
отживающий словарь иностранных слов греческий, отживающий на греческом языке
Переводы
- отечь на греческом языке - φουσκώνω, είμαι, διανύω, εξογκώνω, βρίσκομαι, πρήζω, πατριωτικός, ...
- отживать на греческом языке - ζωντανός, έχε, έχω, μένω, καταστεί άνευ αντικειμένου, καταστεί παρωχημένες, παρωχημένες, ...
- отживший на греческом языке - απαρχαιωμένος, παρωχημένες, παρωχημένα, παρωχημένη, ξεπερασμένο, άνευ αντικειμένου
- отжиг на греческом языке - ανόπτηση, ανόπτησης, ανασύνδεση, συγκολλήσεως, ανοπτήσεως
Случайные слова
Отживающий на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: απαρχαιουμένος, πεπαλαιωμένος, της παλαιότητάς τους, του απαρχαιωμένου χαρακτήρα, λόγω της παλαιότητάς
Переводы: απαρχαιουμένος, πεπαλαιωμένος, της παλαιότητάς τους, του απαρχαιωμένου χαρακτήρα, λόγω της παλαιότητάς