Отмыкать на греческом языке
Перевод: отмыкать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ανοίγω, ανοιχτός, εγκαινιάζω, ανοικτός, ξεκλειδώσετε, ξεκλείδωμα, να ξεκλειδώσετε, ξεκλειδώσει, ξεκλειδώσετε το
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: отмыкать
антоним отмыкать, отмыкать словарь иностранных слов греческий, отмыкать на греческом языке
Переводы
- отмщение на греческом языке - εκδίκηση, ρεβάνς, αντίποινα, ανταπόδοση, αντεκδίκηση, εκδίκησης, η εκδίκηση, ...
- отмывать на греческом языке - πλύνω, πλένω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
- отмычка на греческом языке - jimmy, Τζίμι, Ο Jimmy, τον Jimmy, του Jimmy
- отнекиваться на греческом языке - μαρασμός, παραιτούμαι, κλίνω, αποκηρύσσω, υποχωρώ, εγκαταλείπω, αποποιούμαι, ...
Случайные слова
Отмыкать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ανοίγω, ανοιχτός, εγκαινιάζω, ανοικτός, ξεκλειδώσετε, ξεκλείδωμα, να ξεκλειδώσετε, ξεκλειδώσει, ξεκλειδώσετε το
Переводы: ανοίγω, ανοιχτός, εγκαινιάζω, ανοικτός, ξεκλειδώσετε, ξεκλείδωμα, να ξεκλειδώσετε, ξεκλειδώσει, ξεκλειδώσετε το