Относимый на греческом языке
Перевод: относимый, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ανήκοντα, καταλογιστεί, που κατανέμεται, που πρέπει να καταλογιστεί, δύνανται να διανεμηθούν
Другие языки
Родственные слова: относимый
относимый словарь иностранных слов греческий, относимый на греческом языке
Переводы
- отнимать на греческом языке - αποστερώ, ληστεύω, δάκρυ, εκπίπτω, σχίζω, ξεγυμνώνω, σκίζω, ...
- отниматься на греческом языке - γίνομαι, είμαι, διανύω, αρμόζω, βρίσκομαι, λαμβάνονται, ληφθεί, ...
- относительно на греческом языке - σχετικά, περίπου, για, περί, σχετικά με, όσον αφορά, σε σχέση με, ...
- относительность на греческом языке - σχετικότητα, σχετικότητας, της σχετικότητας, σχετικότητας του, τη σχετικότητα
Случайные слова
Относимый на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ανήκοντα, καταλογιστεί, που κατανέμεται, που πρέπει να καταλογιστεί, δύνανται να διανεμηθούν
Переводы: ανήκοντα, καταλογιστεί, που κατανέμεται, που πρέπει να καταλογιστεί, δύνανται να διανεμηθούν