Отпереть на греческом языке
Перевод: отпереть, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ανοικτός, εγκαινιάζω, ανοιχτός, ανοίγω, ξεκλειδώσετε, ξεκλείδωμα, να ξεκλειδώσετε, ξεκλειδώσει, ξεκλειδώσετε το
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: отпереть
отпирать проверочное слово, отпереть саркофаг, отпереть викисловарь, отпереть дверь, отпереть словосочетание, отпереть словарь иностранных слов греческий, отпереть на греческом языке
Переводы
- отпарывать на греческом языке - otparyvat
- отпасть на греческом языке - σπάζω, διάλλειμα, αντεπίθεση, διάλειμμα, ξεφύγει, ξεφύγουν, να ξεφύγει, ...
- отпетый на греческом языке - απεγνωσμένος, απερίσκεπτος, απελπισμένος, παράτολμος, ατάσθαλος, μανιώδης, παλαιός, ...
- отпечатать на греческом языке - δημοσιεύω, δακτυλογραφώ, είδος, εμπριμέ, τυπώνω, Εκτύπωση, εκτύπωσης, ...
Случайные слова
Отпереть на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ανοικτός, εγκαινιάζω, ανοιχτός, ανοίγω, ξεκλειδώσετε, ξεκλείδωμα, να ξεκλειδώσετε, ξεκλειδώσει, ξεκλειδώσετε το
Переводы: ανοικτός, εγκαινιάζω, ανοιχτός, ανοίγω, ξεκλειδώσετε, ξεκλείδωμα, να ξεκλειδώσετε, ξεκλειδώσει, ξεκλειδώσετε το