Отрасль на греческом языке

Перевод: отрасль, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
χωράφι, κτήση, τομέας, αρμοδιότητα, γραμμή, υποκατάστημα, κλάδος, περιοχή, κλαδί, πεδίο, ρυτίδα, επενδύω, παρατάσσω, κυριαρχία, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου
Отрасль на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: отрасль

отрасль права понятие, отрасль это, отрасль права, отрасль частного права, отрасль промышленности, отрасль словарь иностранных слов греческий, отрасль на греческом языке

Переводы

  • отразить на греческом языке - καθρέφτης, αντανακλώ, αντικατοπτρίζω, αντικατοπτρίζουν, αντανακλούν, αντικατοπτρίζει, αντανακλά, ...
  • отраслевой на греческом языке - βιομηχανία, Βιομηχανίας, Κλάδος, Industry, τη βιομηχανία
  • отрастать на греческом языке - αυξάνομαι, μεγαλώνω, μεγαλώνουν, αναπτυχθούν, αυξάνονται, αυξάνεται, αναπτύσσονται
  • отрасти на греческом языке - μεγαλώνω, αυξάνομαι, ξαναφυτρώσουν, ξαναμεγαλώνουν, αυξηθεί πίσω, φυτρώνει και πάλι, αυξάνεται πίσω
Случайные слова
Отрасль на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: χωράφι, κτήση, τομέας, αρμοδιότητα, γραμμή, υποκατάστημα, κλάδος, περιοχή, κλαδί, πεδίο, ρυτίδα, επενδύω, παρατάσσω, κυριαρχία, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου