Отрешаться на греческом языке
Перевод: отрешаться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εγκαταλείπω, αποποιούμαι, αποκηρύσσω, αποκηρύξουν, αποκηρύξει, να αποκηρύξει, παραιτηθεί από, παραιτηθούν από
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: отрешаться
что значит отрешаться, отрешаться словарь иностранных слов греческий, отрешаться на греческом языке
Переводы
- отречься на греческом языке - αρουραίος, αποκηρύξουν, αποκηρύξει, να αποκηρύξει, παραιτηθεί από, παραιτηθούν από
- отрешать на греческом языке - μετακομίζω, απολύω, αποκηρύξουν, αποκηρύξει, να αποκηρύξει, παραιτηθεί από, παραιτηθούν από
- отрешение на греческом языке - εγκατάλειψη, απορρίπτω, απόρριψη, απόλυση, αποπομπή, αποκήρυξη, απάρνηση, ...
- отрешенность на греческом языке - αποκόλληση, απόσπαση, αποσύνδεση, αποκόλλησης, απόσπασης
Случайные слова
Отрешаться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εγκαταλείπω, αποποιούμαι, αποκηρύσσω, αποκηρύξουν, αποκηρύξει, να αποκηρύξει, παραιτηθεί από, παραιτηθούν από
Переводы: εγκαταλείπω, αποποιούμαι, αποκηρύσσω, αποκηρύξουν, αποκηρύξει, να αποκηρύξει, παραιτηθεί από, παραιτηθούν από