Отряжать на греческом языке
Перевод: отряжать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αποκολλώ, απαριθμώ, λεπτομέρεια, αποκολληθούν, αποσπώνται, αποκολληθεί, αποσυνδέσετε, αποσπάσει
Другие языки
Родственные слова: отряжать
отряжать словарь иностранных слов греческий, отряжать на греческом языке
Переводы
- отряд на греческом языке - εξαναγκάζω, δύναμη, ταξιαρχία, ζουλώ, συνθλίβω, αποκόλληση, παρέα, ...
- отрядить на греческом языке - αποκολληθούν, αποσπώνται, αποκολληθεί, αποσυνδέσετε, αποσπάσει
- отряхивать на греческом языке - κουνώ, σαλεύω, ξεφεύγω από, αποτινάξει, απαλλαγούμε από, αποτινάξουν, τινάξει από
- отряхнуть на греческом языке - σαλεύω, κουνώ, κούνημα, τινάξει, ανακινήστε, ταρακουνήσει, ανακινείτε
Случайные слова
Отряжать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αποκολλώ, απαριθμώ, λεπτομέρεια, αποκολληθούν, αποσπώνται, αποκολληθεί, αποσυνδέσετε, αποσπάσει
Переводы: αποκολλώ, απαριθμώ, λεπτομέρεια, αποκολληθούν, αποσπώνται, αποκολληθεί, αποσυνδέσετε, αποσπάσει